Μεγάλη Παρασκευή και το
Μοιρολόι της Παναγιάς!
Σήμερον μαύρος ουρανός, σήμερον μαύρη μέρα
σήμερον όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπόνται
Σήμερον έβαλαν βουλή οι άνομοι οβραίοι
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρεις κατηραμένοι
για να σταυρώσουν το Χριστό των Πάντων Βασιλέα
Ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
να κάμει δείπνο μυστικό για να τον λάβουν όλοι
Η Παναγία η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
τας προσευχάς της έκανε για το Μονογενή της
φωνή εξήλθε εξ’ ουρανού και απ’ αρχαγγέλου στόμα
Σώσων κυρά τας προσευχάς, σώσων και τας μετάνοιας
και τον υιό σου πιάσανε και σαν ληστή τον πάνε
και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.
Φτιάξε καρφιά, φτιάξε καρφιά, φτιάξε τρία περόνια
κι εκείνος ο ατσίγγανος βαρεί και φτιάνει πέντε.
Ατσίγγανε που τα’ φτιαξες εσύ να μας διδάξεις.
Τα δυο βάλτε στα πόδια του και τ’ άλλα δυο στα χέρια
το πέμπτο το φαρμακερό, βάλτε το στην καρδιά του
να στάξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά του.
Η Παναγιά σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθει
σταμνιά νερό της έριχναν τρία κανάτια μόσχο
και τρία νεροδόσταμνα για να της έρθει ο νους της.
Μα σαν της ήρθε ο λογισμός, μα σαν της ήρθε ο νους της
ζητά μαχαίρι να σφαεί, φωτιά να πάει να πέση,
ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το Μονογενή της.
Απολογιέται κι ο Χριστός της μάνας του και λέγει.
- Μάνα μ' αν γκρεμιστείς εσύ, γκρεμιέτ' όλος ο κόσμος,
μάνα μου αν σφαγείς εσύ, σφάζετ' όλος ο κόσμος,
μάνα μ' αν κρεμαστείς εσύ, κρεμιέτ' όλος ο κόσμος.
Πάρτο μάνα μου υπομονή, να πάρ' όλος ο κόσμος.
Άντε μάνα μου στο καλό και διάφορο δεν έχεις,
μόν' το μεγάλο Σάββατο κάτσε να μ' απαντέχεις
-----
Όσοι αγαπάτε το Χριστό κι όσοι τον προσκυνάτε
Όλοι ακολουθήσετε να πάμε να τον βρούμε.
Δεν ακολούθησε κανείς μονάχα τρεις Παρθένες
η Μάρθα – η Μαγδαληνή και του Λαζάρου η μάνα,
του Ιακώβου η αδερφή και οι τέσσερες αντάμα,
πήραν τη στράτα, το στρατί, στρατί το μονοπάτι
Το μονοπάτι τς’ έβγαλε μες του ληστή την πόρτα,
άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου
κι η πόρτα από το φόβο της άνοιξε μοναχή της.
Κοιτά δεξά, κοιτά ζερβά κανέναν δεν ηγλέπει
Κοιτά και δεξιότερα βλέπει τον Άι Γιάννη.
Αφέντη μ’ Άι Γιάννη μου και Βαπτιστή του γιού μου
Μην είδες τον υγιόκα μου και σε διδάσκαλό σου.
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω
Δεν έχω χεροκάλαμο για να σου τον εδείξω.
Βλέπεις εκείνον το γυμνό τον παραπονεμένο
όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι
εκείνος είναι ο γιόκας σου και με διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτούσε
δεν μου μιλάς παιδάκι μου δεν μου μιλάς παιδί μου
τι να σου πω μανούλα μου που διάφορο δεν έχεις
κοντά στο Μέγα Σάββατο κοντά στο μεσονύκτι
που θα λαλήσει ο πετεινός σημαίνουν τα επουράνια,
σημαίνει κι η Αγιά Σοφιά με τις χρυσές καμπάνες.
Όποιος το ακούει σώζεται και όποιος το λέει αγιάζει
και όποιος το καλοσκεφτεί Παράδεισο θα λάβει.
Παράδεισο και λίβανο από τον Άγιο τάφο.
Κάτω στα Ιεροσόλυμα και στου Χριστού τον τάφο
εκεί δεντρί δεν ήτανε δεντρί εφανερώθει
στην κορυφή ήταν ο Χριστός και στα κλαδιά οι Αγγέλοι
και μέσα στα χαμόκλαδα ήταν οι μάρτυρές του
που μαρτυρούσαν και έλεγαν για του Χριστού τα Πάθη
για του Χριστού τ’ αφέντη μας και του Μονογενή μας
που έχυσε το αίμα του για πινομή δική μας.